Ο άλλος πυλώνας
Το θαύμα της Ελληνικής ναυτιλίας. Διαχρονική η διαπίστωση. Το πώς συντελέστηκε, γνωστό σε όλους, όσον αφορά τον ένα «πυλώνα» της, το εφοπλιστικό δαιμόνιο. Άγνωστος ο ρόλος του έτερου «πυλώνα», των ναυτικών, έξω από τις ναυτικές κοινωνίες.
Από πολλές κατευθύνσεις η επίκληση του φιλότιμου, των οικογενειακών αναγκών, της μελλοντικής σταδιοδρομίας του, ώστε να γίνει κυριολεκτικά εξάρτημα του καραβιού. Να του αφιερώνει το κορμί, το μυαλό, την ψυχή του. Παρέχοντας του το ελάχιστο. Μέχρι να φέρνει απ’το σπίτι του μέσα στο σάκο του το κουτάλι και το πιρούνι του, την νιτσεράδα του και τις γαλότσες του, να πληρώνει το εισιτήριο του, να μην πληρώνεται για το πρώτο εξάμηνο ή όταν το καράβι παρέμενε αγκυροβολημένο επί πολύ εν αναμονή ναύλου, να παραμένει «μπαρκάδος» για δύο τρία ή και τέσσερα συνεχή χρόνια. Αλλά να αποδίδει το μέγιστο. Απαγορευμένες από «τους νόμους» εργασία εν πλω( βάψιμο υπερκατασκευών ή των υψηλών σημείων των αμπαριών) συμμετοχή στο ξύσιμο – σκούπισμα – καθάρισμα των αμπαριών προσωπικά του υποπλοιάρχου, ακόμα και του καπετάνιου, αφού τα ξένα» άναυτα» πληρώματα ή τα δικά μας «ράθυμα» μερικές φορές, δεν εξασφάλιζαν την πλήρη ετοιμότητα του καραβιού κατά την άφιξη στο λιμάνι.
Οι ευθύνες που φόρτωναν η πολιτεία, το «εφοπλιστικό γραφείο» και οι σε πολλές φορές σκοπιμότητες του πλήθους των λοιπών εμπλεκομένων με το ταξίδι, ανάγκαζαν συχνά τους υπεύθυνους του πλοίου να παριστάνουν τους θεατρίνους, προκειμένου ν’αντεπεξέλθουν σ’αυτές.- Τα αμπάρια σου καπετάνιε δεν είναι αρκετά καθαρά για να φορτώσουν το σιτάρι μας, έλεγε ο Καναδός επιθεωρητής. Απαραίτητη η πρόσληψη στεριανού συνεργείου, χιλιάδες δολάρια το κόστος. Η αντίδραση του καπετάνιου: Χαστουκίζει τον υποπλοίαρχο – υπεύθυνο του «πλημμελούς» καθαρισμού των αμπαριών και ξαπλώνει κάτω μ’ένα «ωχ η καρδιά μου». Τι να κάνει κι’ο επιθεωρητής, άνθρωπος είναι, έδωσε την άδεια φόρτωσης. Στα δεξαμενόπλοια, αν το φορτίο ήταν fuel oil ή diesel oil, τα καύσιμα του ταξιδιού (κι’ίσως όχι μόνο), απ’ το φορτίο. Η δικαιολόγηση προς τους παραλήπτες στο λιμάνι; «επεξεργασία» του θερμόμετρου, της κορδέλας μέτρησης, των σωλήνων – μετρητών. Στα τουρμπινοκίνητα, χρησιμοποιείτο ακόμη και crude oil, βάζοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια πλοίου και πληρώματος. Ελάχιστα Ελληνικά καράβια φόρτωναν μόνο το φορτίο που η «μπάλα» στα πλευρά του επέτρεπε. Όλα τα Ελληνικά καράβια «έβγαζαν» την ταχύτητα του ναυλοσυμφώνου των 14 μιλίων, άσχετα αν η μέγιστη ταχύτητα τους δεν ξεπερνούσε τα 12 μίλια. Στις παραμονές του «survey» που θα πλήρωνε ο πλοιοκτήτης, «ξαφνικά» συνέβαιναν αβαρίες, ζημιές, ακόμη και προσαράξεις, ώστε να πληρώνει η ασφαλιστική εταιρεία.
Για τις συνακόλουθες «αβαρίες» στην συνείδηση του και για τους κάθε είδους πολλαπλούς κινδύνους, για την συνεισφορά του στο να «δουλέψουν» τα Liberties για 25-30 χρόνια καράβια που κτίστηκαν για ένα ταξίδι, ο ναυτικός ανταμείφθηκε με «εύφημες μνείες», κάποτε με κάποιο φιλοδώρημα, κυρίως όμως με την κοροϊδία του «πρεσβευτή» της χώρας ανά την υφήλιο.
Πάντως η συνεχής προσπάθεια της μετατροπής του ανθρώπου, του ναυτικού, σε εξάρτημα, συχνά απέδιδε. – Η μπογιά χύθηκε; Ρωτούσε ο καπετάνιος – (μάλλον) επίδοξος εφοπλιστής, όταν τον πληροφόρησαν πως ο Νικολός, ο ναύτης, έπεσε απ’ το άλμπουρο. Έτσι μετριόταν κι’η «μαγγιοροσύνη» του καπετάνιου, με τέτοιο «πνεύμα οικονομίας», με θύματα τα στομάχια των ναυτικών, της υγείας τους, σωματικής και ψυχικής.
Εκείνο όμως που έχει καταστρέψει αυτόν τον «έτερο πυλώνα» της ναυτιλίας, τον παράγοντα ναυτικό, είναι το κράτος. Με το «μακρύ χέρι του» γεμάτο επωμίδες και σπαθόλουρα. Να στέλνει στο ναυτοδικείο, για ψύλλου πήδημα καμιά φορά, τον ναυτικό , τον καπετάνιο, με επιθεωρήσεις – επιδρομές στο καράβι, στα Ελληνικά λιμάνια. Αλλά και στα ξένα λιμάνια, αν και εκεί ίσως το ναυτοδικείο θα μπορούσε να αποφευχθεί με πειστικό επιχείρημα κάποιες κούτες τσιγάρα, με τον Ελληνικό καφέ, φέτα, ελιές, χαλβά, δυσεύρετα στο εξωτερικό. «Μακρύ χέρι» που του ανέθεσε και την διαχείριση της τύχης και των κόπων μας. ΝΑΤ-ΥΕΝ-ΟΙΚΟ ΝΑΥΤΗ, τα οποία τα διέλυσε και τα καταρήμαξε, με την ανοχή και υποδείξεις του. Βέβαια σε κάθε κανόνα υπάρχουν κι’οι εξαιρέσεις. Όλοι όμως που έχουν σχέση με αυτόν τον τομέα, την ναυτιλία, οφείλουν να αναλογιστούν πόσοι ναυτικοί θυσιάστηκαν, υπέφεραν, αρρώστησαν, ακρωτηριάστηκαν, συνέπιναν νερό με τις κατσαρίδες και συνέτρωγαν με τα ποντίκια, κυρίως όμως οι κυβερνήσεις, των οποίων οι «αξίες» (μίζες, αρπαχτές, κομπίνες) έφεραν σ’αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση τν ναυτική οικογένεια της χώρας και το χειρότερο την ίδια την πατρίδα, την Ελλάδα. Και σύγχρονος Μεγαλέξανδρος, να λύνει γόρδιους δεσμούς με σπαθιές δεν διακρίνεται στην ουρά των επίδοξων σωτήρων της πατρίδας, για το ορατό μέλλον τουλάχιστον. «Oh mia patria si bella e perduta», θρηνούσε ο γείτονας Τζ.Βέρντι στο «NABUCCO» του. «Ω πατρίδα μου τόσο ωραία μα χαμένη». Έπειτα από σχεδόν δύο αιώνες, μας αναγκάζουν όχι ξένοι κατακτητές, μα οι δικοί μας διαχρονικοί Παυσανίες, να θρηνούμε για την χαμένη δική μας πατρίδα.